οἰνοποσία

οἰνοποσία
οἰνοποσίᾱ , οἰνοποσία
drinking of wine
fem nom/voc/acc dual
οἰνοποσίᾱ , οἰνοποσία
drinking of wine
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οἰνοποσίᾳ — οἰνοποσίᾱͅ , οἰνοποσία drinking of wine fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οινοποσία — η (Α οἰνοποσία) πόση οίνου νεοελλ. κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών, υπέρμετρη χρήση οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοπότης ή απευθείας < οἶνος + πόσις < πίνω)] …   Dictionary of Greek

  • οινοποσία — η το να πίνει κανείς πολύ κρασί: Πέθανε από υπερβολική οινοποσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰνοποσίας — οἰνοποσίᾱς , οἰνοποσία drinking of wine fem acc pl οἰνοποσίᾱς , οἰνοποσία drinking of wine fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοποσίαι — οἰνοποσίᾱͅ , οἰνοποσία drinking of wine fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοποσίαν — οἰνοποσίᾱν , οἰνοποσία drinking of wine fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοποσιῶν — οἰνοποσία drinking of wine fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοποσίαις — οἰνοποσία drinking of wine fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοποσίη — οἰνοποσία drinking of wine fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοποσίης — οἰνοποσία drinking of wine fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”